Μια διαφωτιστική συνέντευξη με τον διακεκριμένο Έλληνα γενετιστή με έναυσμα τα αποτελέσματα ενός DNA τεστ που έκανα, θέλοντας να δω από πού κρατάει η σκούφια μου.
Θυμάμαι, μικρότερος, πως όταν στο σπίτι γινόταν κουβέντα για την οικογενειακή μας καταγωγή δεν φτάναμε πολύ μακρύτερα από τον προπάππου και την προγιαγιά – το πριν ήταν πολύ θολό κι αυτό ίσχυε για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, εκτός από κάποια μεγάλα «τζάκια» ή κοινότητες που κρατούσαν οικογενειακά αρχεία, κυρίως στη διασπορά. Τα γενετικά τεστ που αφορούν την καταγωγή δεν είχαν γίνει ακόμα «συρμός», όπως συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες οπότε έγιναν ευρέως προσβάσιμα.
Βασικό κίνητρο ήταν η περιέργεια και κάποια εύθυμη διάθεση – τα εν λόγω τεστ εντάσσονται σε αυτό που ο συνομιλητής μου, ο διακεκριμένος γενετιστής Στυλιανός Αντωναράκης, πρόεδρος του τμήματος Γενετικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Γενεύης και του Διεθνούς Οργανισμού Ανθρώπινου Γονιδιώματος, αποκαλεί «ψυχαγωγική γενετική», καθώς δεν έχουν κάποια πρακτική χρησιμότητα, αντίθετα με εκείνα που αφορούν τη γενετική προδιάθεση για ασθένειες και που επίσης μπορεί κανείς να κάνει είτε στη MyHeritageDNA όπου απευθύνθηκα, έχοντας «ψηθεί» από τις πολλές διαφημίσεις της στα σόσιαλ, είτε σε κάποια άλλη ανάλογη εταιρεία-πλατφόρμα (23andMe, Ancestry, Geneanet κ.ά.).
Διαβάστε περισσότερα: εδώ