Διήγημα: “Τιμής ένεκεν” Του Πάνου Παπαμιχάλη

επιμέλεια: Ελένη Σοφού

Τιμής ένεκεν

Της το είχε πει η θεία της. Το περασμένο βράδυ στο κουζινάκι όπου είχε βρει απάγκιο για να τελειώσει την εργασία της. “Tί κάθεσαι και χολοσκάς εδώ μέσα βρε κακορίζικο με τα βιβλία σου; Έλα να γιορτάσεις κι εσύ τα γενέθλια της ανιψιάς σου… Θα δει νομίζεις κανείς τους βαθμούς σου ή το πτυχίο σου όταν θα σε προσλάβει για γραμματέα; Εγώ και μόνο για να βλέπω τα μάτια σου θα σε προσλάμβανα κι ας μην ήξερες ούτε να διαβάζεις”, της είχε πει πριν την βυθίσει στην πληθωρική, σαν μήτρα, αγκαλιά της και τη γεμίσει φιλιά. Φιλιά ρουφηχτά και ηχηρά στα μάγουλα που σκέπασαν τις μουσικές και τον θόρυβο από μέσα και την έκαναν να νιώσει πάλι παιδί.

“Αχ, θεια…” Πάντα πρόσχαρη και κοκέτα όσο και πραγματίστρια και συνετή, η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας της.

Ήξερε κι η ίδια πως είχε δίκιο. Πως κυνηγούσε χίμαιρες όταν ονειρευόταν για μια θέση στο CERN. Μα αυτό δεν την εμπόδιζε να προετοιμάζει τις εργασίες της σα να υπήρχε πιθανότητα να γίνει το όνειρό της πραγματικότητα. Να χάνει το γλέντι για να κάνει την εργασία της αψεγάδιαστη. Ακόμη κι αν η πραγματοποίηση του ονείρου της σήμαινε ότι θα έπρεπε να αποχωριστεί όλους αυτούς, τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα στον κόσμο. Όλους εκτός από έναν, τον άντρα με τον οποίο είχε ενώσει το νήμα της ζωής της, τον μοναδικό κοινωνό των ελπίδων της. Εκείνος είχε συμφωνήσει ότι αν κατόρθωνε να την δεχτούν θα πήγαινε μαζί της στην παγωμένη Γενεύη.

Όσο εκείνη λούφαζε και χαιρόταν στην πελώρια μοσχομυρωδάτη αγκαλιά της θειας κι απασχολούσε τη σκέψη της με τις λεπτομέρειες της εργασίας της που έπρεπε να συμπληρωθούν, έβλεπε από την πόρτα στο καθιστικό τον πατέρα της να χορεύει άπληστα χτυπώντας παλαμάκια με τον γιο της γυναικαδελφής του, τον ευτυχή πατέρα του κοριτσιού με τα χυτά όλο δαχτυλίδια μαλλιά, τα γενέθλια του οποίου είχαν σταθεί η αφορμή για τούτο το γλέντι. Όλα μαζί τα είχαν μεγαλώσει, παιδιά και ανίψια ένα στην ίδια πολυκατοικία, όλα τα ‘νιωθε παιδιά του και τούτο το νεότερο μέλος της οικογένειας που λαγοκοιμόταν στην αγκαλιά της μάνας του, εγγόνα.

“Αχ, πατέρα…” Ψηλός και οστεώδης, πάντα ατημέλητος, σπάνια ξέγνοιαστος όπως τώρα. Είχε γεννηθεί τη χρονιά της Λευκής Επανάστασης*1, ήταν 15 χρονών όταν συμμετείχε στη διαδήλωση της Μαύρης Παρασκευής*2κατά του Σάχη, είχε δει γύρω του κορμιά και φίλους να πέφτουν από τις σφαίρες των δυνάμεων της τάξης. Μαζί με δύο εκατομμύρια είχε απαιτήσει βραχνιάζοντας την ανατροπή του τυράννου κι είχε πανηγυρίσει ξέφρενα δυο μήνες μετά την άφιξη του ηγέτη της Επανάστασης. Τα πράγματα μάλλον δεν είχαν πάει όπως τα περίμενε. Πρώτα βέβαια του άνοιξε τα μάτια η φρίκη του πολέμου*3, η θητεία του στα χαρακώματα. Έπειτα γύρισε, έπιασε δουλειά, έκανε οικογένεια. Ο πατέρας της. Η πολιτική τον άφηνε αδιάφορο. Όχι ίσως, σίγουρα είχε μετανιώσει για τη δριμύτητα των μαθητικών συνθημάτων. Και για άλλα πολλά. Όσο μεγάλωνε γινόταν πιο διαλλακτικός, λιγότερο απόλυτος. Γι’ αυτό μεγάλωσε τα παιδιά του μακριά από τη θεοκρατία, ν’ αγαπούν την επιστήμη. Ιδιαίτερα εκείνην, που ήταν το στερνοπούλι του. Ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον. Και τώρα που όλα αυτά τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και έπαιρναν σιγά-σιγά τα ηνία και κάναν τις δικές τους οικογένειες ένιωθε πως ο δικός του ρόλος τελείωνε κι ήταν χαρούμενος γι’ αυτό. Γι’ αυτό χόρευε χτυπώντας παλαμάκια θαρρώντας πως η ζωή θα του την χάριζε και θα του επέτρεπε από εδώ και πέρα να αποσυρθεί.

Βγήκε από το πανεπιστήμιο προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Φόρεσε ταραγμένη τα μεγάλα γυαλιά ηλίου της να μην φαίνεται που κλαίει. Στο μυαλό της αναμασούσε τα προσβλητικά σχόλια του καθηγητή, την απαξίωση της εργασίας της, την άρνησή του να την δεχτεί γιατί είχε εμφανιστεί μπροστά του με μια μακριά τούφα απ’ τα μαλλιά της να έχει ξεφύγει από την κηδεμονία της μαντίλας της. Ο καθηγητής την είχε κοιτάξει με φρίκη. Στα παρακάλια της είχε μείνει ασυγκίνητος.

Έξω από την πύλη του πανεπιστημίου την πλησίασαν δυο τύποι σε μια συνάντηση που δεν προμήνυε τίποτα καλό.

“-Μισό λεπτό.” Έκανε να τους αποφύγει χωρίς να δώσει σημασία. Στο κεφάλι της βούιζε το περιστατικό με τον καθηγητή και οι συνέπειές του για την προσπάθειά της. Ένας απ’ αυτούς την έπιασε από το χέρι.

“-Πού πας έτσι μωρή ξετσίπωτη;” “Αστυνομία Ηθών.” Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κρύψει τα μαλλιά της κι έκανε να τα μαζέψει κάτω από τη μαντίλα. Η τούφα διαγραφόταν προκλητικά μέχρι κάτω απ’ το στήθος της στο άνοιγμα απ’ το άτσαλα φορεμένο σάλι.

“-Σας παρακαλώ…”, έκανε να φύγει μπροστά.

“-Που πας μωρή;”, τώρα της τράβηξε με βία το χέρι με αποτέλεσμα να πέσει κάτω το σάλι της.

“-Γράφτην συνάδελφε. Δεν φορά σωστά το χιτζάμπ. Και δεν φοράει πανωφόρι. Όνομα;”

“-Άχου Νταριαΐ” “-Δώσε μου την ταυτότητά σου”. Του την έδωσε.

“-Θα με κοιτάς όταν σου μιλάω.”, με την ανάστροφη του χεριού του της πέταξε τα γυαλιά κάτω και φάνηκαν τα κλαμένα της μάτια. Ο άλλος έβγαλε ένα μπλοκάκι και άρχισε να σημειώνει.

“-Λέγε, όνομα.”

“Άχου Νταριαΐ” “Παντρεμένη ή ανύμφευτη;” “Παντρεμένη” “Όνομα συζύγου”“…” “Διεύθυνση κατοικίας” “…” “Να περιμένεις θα σου έρθει το πρόστιμο.” Έφυγαν πατώντας πάνω στα γυαλιά της.

Απ’ το χέρι της έπεσε η τσάντα με τα χαρτιά και τις σημειώσεις της. Έκανε να καλύψει το πρόσωπό της. Η ματιά της ένα γύρω έψαξε στον γεμάτο κόσμο δρόμο για κάποιον που είχε δει τη σκηνή να νοιάζεται. Δεν είδε κανέναν. Όλοι κοίταζαν τις δουλειές τους. Η ανάγκη της να δει κάποιον που ‘χε δει την βιαιότητά τους, να την υποστηρίξει έστω μ’ ένα βλέμμα, ήταν πιο δυνατή απ’ το αναφιλητό που ανέβαινε από μέσα της. Κανείς δεν κοιτούσε προς το μέρος της, δεν έδινε σημασία. Κι όμως όλοι είχαν δει τι είχε συμβεί. Φοβόνταν; Έμεινε να κοιτά ένα γύρω τα βλέμματα που αποστρέφονταν και τη ζωή να συνεχίζεται κανονικά. Είχε περάσει όλα αυτά για μια τούφα μαλλιά, για τρίχες. Πέταξε αποφασιστικά τη μαντίλα της κάτω περιμένοντας κάποιος να ‘ρθει να της θυμίσει τι έπαθε η Μαχσά Αμινί*4που κυκλοφορούσε χωρίς μαντίλα. Κανείς. Ξέχασε το κλάμα της. Πέταξε την μπλούζα της κάτω κι έμεινε με το στηθόδεσμο. Άλλο ένα αναφιλητό πήγε να ξεσπάσει όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνη μέσα στο πλήθος. Γύρω της φοιτητές κυρίως. Ήταν άραγε τόσο απελευθερωμένοι που δεν έδιναν σημασία; Τόσο ανοιχτόμυαλοι; Είχε γίνει η Περσία Ευρώπη; Αμερική; Κι όλοι οι άλλοι; Μικροπωλητές, εργάτες, ταξιτζήδες, νοικοκυρές; Όλοι τόσο μπροστά πια; Απελευθερώθηκε και από τη φούστα της. Είχε μείνει μόνο με τα εσώρουχα και περπατούσε άλλη μια φλεγόμενη Σαχάρ Χονταγιαρί*5. Για την ανιψιά της.

Σύντομα τη μάζεψαν. Μίλησαν για νευρική κατάρρευση και την οδήγησαν για νοσηλεία.

Σημείωση: Οι κάτωθι πληροφορίες αντλήθηκαν από το Wikipedia

_____________________________________________________________________

*1.Η Λευκή Επανάσταση ήταν μια εκτεταμένη σειρά μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν σε επιθετικό εκσυγχρονισμό στο Ιράν που ξεκίνησε στις 26 Ιανουαρίου 1963 από τον Σάχη, οι οποίες διήρκεσαν μέχρι το 1979.

*2.Στις 8 Σεπτεμβρίου 1978 επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος στην Τεχεράνη και σε άλλες πόλεις. Tην ίδια ημέρα ο στρατός στράφηκε με πυρά εναντίον διαδηλωτών στην πλατεία Τζαλέχ,

γεγονός που καταγράφεται ιστορικά και ως η σφαγή της «Μαύρης Παρασκευής» Αν και ο επίσημος απολογισμός αναφέρεται σε συνολικά 87 νεκρούς, ανεξάρτητοι παρατηρητές επιβεβαιώνουν τον θάνατο εκατοντάδων.

*3.Ο Πόλεμος Ιράν-Ιράκ, ήταν ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στις στρατιωτικές δυνάμεις του Ιράν και του Ιράκ, με διάρκεια από το Σεπτέμβρη του 1980 ως τον Αύγουστο του 1988, χρονικό διάστημα που του έδωσε το θλιβερό προνόμιο του μεγαλύτερου σε διάρκεια συμβατικού πολέμου του 20ου αιώνα.

*4.Στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, η 22χρονη Ιρανή Μαχσά Αμίνι, πέθανε στην Τεχεράνη του Ιράν, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση, πιθανώς λόγω αστυνομικής βίας. Η Αμίνι συνελήφθη από την αστυνομία ηθών, η οποία υπάγεται στην Διοίκηση Επιβολής του Νόμου της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν. Η αστυνομία ηθών του Ιράν επιβλέπει την συμμόρφωση των Ιρανών με τον ενδυματολογικό κώδικα του Ισλάμ. Η Αμίνι συνελήφθη γιατί παραβίαζε τους κανόνες της ισλαμικής θρησκείας όσον αφορά την σεμνότητα.

*5.Στις 8 Σεπτεμβρίου 2019, η Σαχάρ Χονταγιαρί αυτοπυρπολήθηκε μετά τη σύλληψή της για προσπάθεια εισόδου σε ένα στάδιο.

*Το 2019 το έργο του Πάνου Παπαμιχάλη ”Από το Σίδνεϋ στην Τουώνγκ” βραβεύτηκε στον 38ο λογοτεχνικό διαγωνισμό μυθιστορήματος της ΠΕΛ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις 24 γράμματα το δεύτερο ιστορικό του μυθιστόρημα “Ποτέ μην εμπιστεύεσαι έναν ζωγράφο”.

fractalart.gr

Pin It on Pinterest

Share This