Διήγημα
Η Νέλη κατάλαβε αμέσως μόλις μπήκε στο γραφείο του Διευθυντή, ότι είχε νεύρα, από το βλοσυρό του ύφος και επειδή φυσούσε και ξεφυσούσε νευρικά χωρίς σταματημό. Πριν από λίγη ώρα είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον υπεύθυνο του Διαφημιστικού και είχαν μεσολαβήσει και διάφορα τηλεφωνήματα. Μάλλον, οικονομικό το θέμα, υπέθεσε, τι άλλο; Αλλά και ποιος δεν έχει οικονομικό θέμα στις μέρες μας; Ας ρωτούσε και τους υπαλλήλους.
«Πάχυνες κι άλλο εσύ ή μου φαίνεται;» Ρώτησε εκείνος απότομα, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στη σιλουέτα της, καθώς έσκυβε να ανοίξει το συρτάρι του γραφείου του. Έβγαλε μια επιστολή και την κούνησε νευρικά κάτω από τη μύτη της. «Είναι διαμαρτυρία από την Οργάνωση Νέων Γυναικών. Θέλω να τις κατατροπώσεις! Δισέλιδο άρθρο στο Σαββατιάτικο φύλλο. Απαίτηση του καναλάρχη. Εντάξει;»
Η Νέλη δεν είχε ακόμη συνέρθει από το σχόλιο για το βάρος της -μέσα στους άλλους άτυπους κανόνες για να πάρεις και να κρατήσεις τη δουλειά, ήταν και αυτός, να μην είναι υπέρβαρος ο υπάλληλος- και προς στιγμήν δυσκολεύτηκε να συγκεντρωθεί. Κάθισε στην καρέκλα και διάβασε στα γρήγορα την καταγγελία για τον τηλεοπτικό διαγωνισμό ομορφιάς, με το χρηματικό έπαθλο και το συμβόλαιο με διεθνές πρακτορείο. «Εντάξει», είπε στο τέλος, «όμως, θα υπογράψω με το ψευδώνυμο».
Ο Διευθυντής την κοίταξε ανέκφραστος για λίγο. «Όπως θες, αρκεί, να είσαι υπέρ της εκπομπής. Και θα έχεις κι ένα ωραίο δωράκι από το κανάλι. Τριήμερο με την παρέα σου σε ακριβό τουριστικό θέρετρο, όλα πληρωμένα. Πήγαινε, τώρα και στρώσου στη δουλειά!»
Κάθισε και σκέφτηκε το άρθρο της. Έπρεπε να το δει με ψυχρή, ‘δικηγορίστικη’ ματιά. Να απομονώσει, κατ’ αρχήν, άστοχες εκφράσεις και ασάφειες, που θα της έδιναν τη βάση για να ‘χτίσει’ το κείμενό της, να συγκρίνει το ριάλιτι αυτό με άλλα πιο απαιτητικά που είχαν προηγηθεί και δεν τα είχε επικρίνει κανείς, και τέλος να αναφερθεί στην αρέσκεια του ‘παντοδύναμου’ κοινού και τις ανάγκες του για ψυχαγωγία. Δεν ήρθε λεπτό στη θέση των ανυπεράσπιστων και εκτεθειμένων σε κοινή θέα και κριτική κοριτσιών που συμμετείχαν στο διαγωνισμό, ούτε στη θέση των άλλων που παρακολουθούσαν με κρυφή ζήλεια και φιλοδοξία να βρεθούν κι αυτά εκεί, κάτω από τα αστραφτερά φώτα της δημοσιότητας. Δεν υπήρχε λόγος. Στο κάτω-κάτω, όπως είχε δηλώσει κάποτε μια καλλιτέχνιδα με εκατομμύρια ακολούθους στο Instagram, δεν μπορούν τα Μέσα Ενημέρωσης και οι Διάσημοι να αναλαμβάνουν το ρόλο των Γονέων, ο καθένας πρέπει να κάνει τη δουλειά του. Και η δική της δουλειά ήταν αυτή: Τελάλης των Μέσων.
***
Δυο χρόνια τώρα η Σοφία ονειρευόταν το βαθυκόκκινο χαλί κάτω από τα ντελικάτα πόδια της, για την ακρίβεια κάτω από τις σινιέ γόβες της, το πριγκιπικό της φόρεμα και τη σκάλα που θα την ανέβαζε στο βάθρο της νίκης και της δόξας. Δεξιά και αριστερά παραταγμένο το πολύχρωμο πλήθος με χαμογελαστά πρόσωπα θα την επευφημούσε και θα χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Τα κορίτσια θα τη ζήλευαν, τα αγόρια θα την ονειρεύονταν. Τα φλας των φωτογράφων θα άστραφταν αδιάκοπα, θα στόλιζαν εκείνη τη νύχτα, τη δική της νύχτα, με χιλιάδες αστέρια και θα παιχνίδιζαν με τις αστραφτερές πέτρες στο κεντημένο φόρεμά της.
Δυο χρόνια τώρα ερχόταν στ’ αυτιά της μια μουσική σαγηνευτική από τον θαυμαστό κόσμο του πλούτου και της διασημότητας, ένα κάλεσμα να την ακολουθήσει στο μονοπάτι της, αν ήθελε να φτάσει και να κατοικήσει κάποτε στο βασίλειό τους, κι εκείνη, υπνωτισμένη, ακολουθούσε. Ήταν μια μουσική μαγευτική, που την απομάκρυνε από το σχολείο και την έστελνε να εργαστεί αγόγγυστα στις καφετέριες τα χειμωνιάτικα απογεύματα και όλες τις μέρες του καλοκαιριού, για να συγκεντρώσει το υψηλό αντίτιμο που χρειαζόταν.
Η ίδια μουσική τής επέβαλε την πείνα και την στέρηση, μέχρι να στεγνώσει από λίπος το σώμα της, και την έστειλε να βρει προσωπικό γυμναστή, για να πετύχει την τελειότητα ενός μοντέρνου αγάλματος. Την οδήγησε σε ένα λαβύρινθο με επαγγελματίες που ανέλαβαν να μεγαλώσουν αισθητά τα χείλη της, να διορθώσουν υποτιθέμενες ατέλειες στο πρόσωπο, να τής κάνουν τατουάζ φρυδιών και ένα άλλο στο μηρό. Την έσπρωχνε να αγοράζει ακριβά καλλυντικά και ιδιαίτερα ρούχα και μαγιό συνοδευμένα από τα καλύτερα αξεσουάρ, έτσι όπως θα ταίριαζε σε μια πριγκίπισσα που ετοιμάζεται να γίνει βασίλισσα.
Μα το αντίτιμο ήταν πράγματι υψηλό. Πολύ περισσότερο απ’ ότι νόμιζε στην αρχή και απ’ ότι μπορούσε η ίδια να πληρώσει. Και τότε, με την ίδια πάντα μουσική στα αυτιά της, άπλωσε το φροντισμένο χέρι της σε κάποιες οικονομίες της μητέρας της, κρυμμένες σ’ ένα κουτάκι ανάμεσα στις κάλτσες. Ύστερα, τα λόγια ήρθαν στα χείλια της, μ’ έναν τρόπο μαγικό, από μόνα τους. “Μα τι λες; Θα μέτρησες λάθος ή θα πήρες χρήματα και δεν το θυμάσαι. Εγώ δεν είχα ιδέα για το κουτάκι.” Έφτανε μια ματιά στον καθρέφτη του δωματίου της, που τον στεφάνωναν αμέτρητες φωτογραφίες του πανέμορφου, πάμπλουτου και διάσημου μανεκέν Λία-Μπέλα, και αποκόμματα των συνεντεύξεων που είχε δώσει –«δεν θα ήμουν εδώ χωρίς το διαγωνισμό στην τηλεόραση, χωρίς το instagram… όλα τα χρωστάω στους followers μου»- για να συνεχίζει να περπατάει στο δρόμο που είχε διαλέξει.
Ναι, όλα άξιζαν τον κόπο. Κάθε φωτογραφία της στο Facebook και το Instagram προκαλούσε ολοένα και μεγαλύτερη αίσθηση. Τα θετικά σχόλια, κάτω από τις φωτογραφίες που ανέβαζε διαρκώς, έπεφταν βροχή. Θεά, ‘θεάρα’, την ανέβαζαν στο θρόνο του Ολύμπου κι εκείνη χαμογελούσε ικανοποιημένη, τσεκάροντας κάθε λίγο και λιγάκι πόσοι και ποιοι είχαν κάνει like, και έβλεπε την απόσταση που τη χώριζε από το είδωλό της να μικραίνει μέρα με τη μέρα. Μέχρι που ένιωσε έτοιμη πια. Είχε όλα τα εφόδια. Είχε αγγίξει την τελειότητα. Και δήλωσε συμμετοχή στο ριάλιτι ή αλλιώς κοινωνική εκπομπή.
***
Η Νέλη δεν είχε ιδέα ότι η αγαπημένη της ανιψιά και αναδεκτή, η δεκαεφτάχρονη Σοφία, είχε λάβει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό. Περνούσε το μοναχικό Κυριακάτικο βράδι της βλέποντας DVD, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Για μια στιγμή φαντάστηκε ότι την καλούσε ο Διευθυντής της για να της πει πόσο επιτυχημένο ήταν το άρθρο της και πόσο άρεσε στον καναλάρχη, πράγμα καλό που θα σταθεροποιούσε τη θέση της στην εφημερίδα. Αντί γι’ αυτό, όμως, άκουσε την αδερφή της να της ζητάει να πάει αμέσως εκεί, να βοηθήσει την κατάσταση, γιατί «το παιδί» είχε πάθει νευρικό κλονισμό.
Γνώριζε ότι το είδωλό της ανιψιάς της ήταν ένα νέο και όμορφο μοντέλο της πασαρέλας, είχε παρατηρήσει την κάπως υπερβολική ενασχόλησή της με την ομορφιά και την κομψότητα και φυσικά δεν γινόταν να μην προσέξει ότι ανέβαζε όλη την ώρα φωτογραφίες, σε όλες τις περιστάσεις, σε όλες τις τοποθεσίες και σε διάφορες πόζες, στο Facebook και στο Instagram, αλλά το θεωρούσε ένα σύμπτωμα της εφηβείας, ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής. Μήπως και οι άλλες κοπέλες και τα αγόρια το ίδιο δεν έκαναν; Όλοι, μικροί μεγάλοι, και η ίδια, ακόμα και οι ηλικιωμένοι, υπνωτισμένοι ακολουθούσαν το ρεύμα και ανέβαζαν φωτογραφίες.
Όμως, δεν περίμενε ότι η Σοφία θα διαγωνιζόταν σε μια εκπομπή -αυτή την ίδια εκπομπή που η ίδια είχε μόλις υπερασπιστεί με σθένος, κατακεραυνώνοντας την Οργάνωση Νέων Γυναικών που είχε τολμήσει να διαμαρτυρηθεί για την αντιμετώπιση των κοριτσιών- και θα την αντίκριζε όπως ήταν τώρα, μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι, με πρόσωπο ωχρό και μάτια πρησμένα από το κλάμα, και το απαραίτητο κινητό σε ένα τρεμάμενο χέρι. Μια απογοητευμένη και αποθαρρημένη έφηβη με φοβισμένο βλέμμα, που έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε πάλι να κλαίει με αναφιλητά. «Τι θα κάνω τώρα, νονά; Πώς θα ξαναπάω στο σχολείο; Πώς θα βγω πάλι έξω;»
***
Την απόρριψη δεν την περίμενε η Σοφία. Όλα της τα όνειρα να σωριαστούν σαν χάρτινος πύργος μπροστά στα πόδια της, όλες της οι θυσίες να πάνε χαμένες, σαν την σκόνη στον άνεμο. Όχι, με τίποτα, δεν το περίμενε. Και ο τρόπος τους, ο τρόπος που την απέκλεισαν ήταν απαίσιος και ακαταλαβίστικος. Οι γωνίες του προσώπου της δεν ήταν καλές, είπαν, τα πόδια της ήταν πολύ μακριά, οι γάμπες φαίνονταν γυμνασμένες και η πλάτη ανοιχτή. Αμφισβήτησαν ακόμα και το ύψος της, κι ένας κριτής κατέβηκε από τη θέση του, στάθηκε πλάι της και με βάση το δικό του ανάστημα, το οποίο φυσικά ήταν γκαραντί, καθώς και με το δικό του αλάθητο μάτι που διέκρινε και το χιλιοστό διαφορά, προσπάθησε να τη βγάλει ψεύτρα.
Με κομμένα τα φτερά, μη ξέροντας τι να κάνει, πώς να χειριστεί το γεγονός στο διαδίκτυο, απέφυγε τις πολλές αναρτήσεις και φωτογραφίες στους λογαριασμούς της. Και τότε οι φίλοι της στο Facebook, εκείνοι που την ενθάρρυναν με τα καλύτερα λόγια να λάβει μέρος στο διαγωνισμό, που χάιδευαν καθημερινά τα αυτιά της με τα ωραιότερα επίθετα στον υπερθετικό βαθμό, εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν έστειλε ένα μήνυμα, ένα ‘γεια, πώς είσαι, δεν πειράζει’. Πώς έγινε αυτό; Πού χάθηκαν όλοι; Δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται.
Ένιωθε χαμένη. Σαν να είχε χάσει ένα παιχνίδι αλλά και σαν να είχε η ίδια χαθεί, σαν να είχε πέσει σε σκοτεινό πηγάδι. Κι εκείνη η μουσική η γητεύτρα που την οδηγούσε πριν στο μονοπάτι της, δεν ακουγόταν πια, είχε πάψει. Μόνο ήχοι από τύμπανα ιθαγενών έρχονταν στα αυτιά της, που λες και προετοίμαζαν θυσία.
***
Η Νέλη άκουγε σοβαρή και αγκάθια τρυπούσαν τη συνείδησή της. Έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της την ανιψιά που είχε θυσιάσει δύο πολύτιμα χρόνια από την εφηβεία της για να χωρέσει στο κοστούμι ενός άτυχου ρόλου, κι έμεινε για λίγο σιωπηλή.
«Αυτό που κυνηγάς, Σοφία μου», είπε στο τέλος, «μου φαίνεται ένα ψέμα, κάτι άπιαστο. Μια εικόνα που τη μια στιγμή υπάρχει και την άλλη όχι, γιατί στο μεταξύ έχουν βγει εκατομμύρια νέες εικόνες. Είναι μια εικονική πραγματικότητα, δεν είναι η αληθινή ζωή. Ένα παιχνίδι είναι που κρύβει μια παγίδα».
«Όχι, δεν είναι μια εικονική πραγματικότητα!» αντέδρασε απότομα η Σοφία. «Είναι ο κόσμος μας. Εκεί ζούμε. Κι εσείς, εκεί ζείτε. Αλλά η διαφορά μας είναι ότι εσείς τον ξέρετε αυτόν τον κόσμο, εμείς όχι. Έπρεπε να μας έχετε μάθει πώς να επιβιώνουμε, πώς να αποφεύγουμε την παγίδα που λες».
Η Νέλη δεν απάντησε αμέσως. Τα τελευταία χρόνια απέφευγε να σκοτίσει το μυαλό της με ερωτήματα που προβλημάτιζαν. Λες και έπαιρνε μέρος σε ένα τηλεοπτικό παιχνίδι, επέλεγε να μην απαντήσει και ζητούσε μια άλλη ερώτηση. Κάποτε, όμως, στις δύσκολες και τις αμήχανες στιγμές, γύριζε πίσω στα παλιά, σ’ εκείνα που άκουγε όταν ήταν μικρή από πρόσωπα αγαπημένα. Έτσι έκανε και τώρα. Ήρθε στο μυαλό της η γιαγιά της και μια φράση που της έλεγε κάθε φορά που βιαζόταν να πιστέψει κάτι, που έσπευδε να απαντήσει ή να πράξει χωρίς να σκεφτεί.
«Κοίταξε, Σοφία μου. Σ’ αυτόν τον κόσμο, λοιπόν, που όλοι μας ζούμε, κάποιες φορές δεν πρέπει να βλέπεις ούτε να ακούς».
«Δηλαδή;»
«Να μην πιστεύεις όσα βλέπεις, ούτε όσα ακούς, σαν να μην τα είδες, σαν να μην τα άκουσες».
«Και πώς γίνεται αυτό;»
«Επιβραδύνεις. Όπως κάποιος που δυσκολεύεται να περπατήσει, που κουτσαίνει. Έτσι βρίσκεις το χρόνο να σκεφτείς τι είδες, τι άκουσες, και να κρίνεις πιο σωστά».
Η Σοφία έμεινε σκεφτική κι ένα τελευταίο δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της.
«Αυτά μας έλεγε η προγιαγιά σου, όταν ήμαστε μικρές με τη μαμά σου», συμπλήρωσε η Νέλη. «Βλέπε, άκου, σώπα! Πρώτα βλέπεις και ακούς και ύστερα σωπαίνεις και σκέφτεσαι».
Άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε ένα μικρό φυλλάδιο και το έδωσε στην Σοφία. «Και τώρα, δες, σου έχω μια ευχάριστη έκπληξη. Τριήμερες διακοπές σ’ αυτό το καταπληκτικό ξενοδοχείο με πισίνες και θαλάσσια σπορ».
Ένα δειλό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της Σοφίας. «Αχ, τέλεια! Θα μπορέσουμε να βγάλουμε πολλές ωραίες φωτογραφίες εκεί, για… για…»
Η Νέλη την αγκάλιασε. «Για μας, για τις αναμνήσεις μας».
«Θα μπορούσα να ανεβάσω τουλάχιστον μία-δύο στα μέσα; Τι λες κι εσύ, νονά μου;»
«Χμ… ναι, αρκεί να θυμάσαι ότι η πραγματική δύναμή σου είσαι εσύ και όχι η εικόνα σου».
ΤΕΛΟΣ
Αγγελική Μπούλιαρη
2/11/18