Η προφητεία του Ζαν Λικ Γκοντάρ και της «Alphaville» ξανά μπροστά μας

 

επιμέλεια: Kostas Karantzounis

 

 

Η εμβληματική ταινία επιστημονικής φαντασίας βγαίνει ξανά στους κινηματογράφους, σε αποκατεστημένη 4Κ μορφή. Το ερώτημα προκύπτει σχεδόν αυτονόητα: Γιατί να πάω να δω μια ταινία του 1965, και μάλιστα γαλλική; Και τι σχέση έχει ο Γκοντάρ με την επιστημονική φαντασία;

Το 1965 το Παρίσι άλλαζε. Παγιδευμένο, όπως και όλος ο κόσμος τότε, στο όραμα ενός εξωφρενικού φουτουρισμού, αποκτούσε -πέριξ του μνημειωδώς κομψού του κέντρου- έναν μπρουταλιστικό παράδεισο: αυτοκινητόδρομοι και τούνελ οδηγούσαν στο προάστιο του μέλλοντος, τη La Defance, μια πόλη κτισμένη από τσιμέντο, γυαλί και ατσάλι.

Εκεί γύρισε ο Ζαν Λικ Γκοντάρ την εμβληματική του ταινία επιστημονικής φαντασίας «Alphaville», η οποία βγαίνει ξανά στους κινηματογράφους, σε αποκατεστημένη 4Κ μορφή. Το ερώτημα προκύπτει σχεδόν αυτονόητα: Γιατί να πάω να δω μια ταινία επιστημονικής φαντασίας του 1965, και μάλιστα γαλλική; Και τι σχέση έχει ο Γκοντάρ με την επιστημονική φαντασία; Η Alphaville είναι μια πόλη του μέλλοντος.

 

 

Του μέλλοντος για το 1965, αλλά ίσως όχι τόσο για το σήμερα. Σε αυτήν φτάνει ο μυστικός πράκτορας Λεμί Κοσιόν (Εντι Κονσταντίν), ο οποίος κρύβεται πίσω από την ταυτότητα του Ιβάν Τζόνσον, δημοσιογράφου της εφημερίδας Figaro-Pravda. Ναι, αν μας διέφυγε ο προφανής συμβολισμός, ο Γκοντάρ κάνει αυτό ακριβώς που υποδηλώνουν τα ονόματα, τόσο του δημοσιογράφου όσο και του εντύπου: οραματίζεται έναν δυστοπικό, εντελώς φασιστικό κόσμο, όπου τα κακά του καπιταλισμού και του κομμουνισμού έχουν ενωθεί για να δημιουργήσουν ένα καταναλωτικό αυταρχικό υβρίδιο.

Η αποστολή του Κοσιόν είναι να σκοτώσει τον ηγέτη της Alphaville, τον καθηγητή Φον Μπράουν, ο οποίος έχει δημιουργήσει έναν σούπερ υπολογιστή που ελέγχει όλη την πόλη. Όπως αρμόζει σε μια πόλη που κυβερνάται ουσιαστικά από ένα κομπιούτερ, η Alphaville είναι ένας τόπος στον οποίο επικρατεί απόλυτα η λογική, ενώ κάθε συναίσθημα έχει απαγορευθεί. Λέξεις όπως «αγάπη» και «συνείδηση» έχουν εξοστρακιστεί από τη γλώσσα. Ένας άνδρας εκτελείται επειδή έκλαψε στην κηδεία της γυναίκας του.

Η εκτέλεση γίνεται με πολύ «γκονταρικό» τρόπο: Οι καταδικασμένοι γαζώνονται από αυτόματα και πέφτουν σε μια πισίνα, όπου μια ομάδα αθλητριών συγχρονισμένης κολύμβησης τους μαχαιρώνουν χορευτικά. Ακούγεται σουρεαλιστικό – και είναι. Στο πλαίσιο του «Alphaville» είναι και εφιαλτικό, όπως και κάθε σκηνή που θα μπορούσε να προκαλέσει γέλιο σε άλλες ταινίες.

Ο Κοσιόν ανακαλύπτει ότι εκτός από τη συμβατική αποστολή του, έχει και μια άλλη, πολύ πιο προσωπική: θέλει να θυμίσει στην κόρη του Φον Μπράουν, τη Νατάσα (Αννα Καρίνα), ποια είναι στην πραγματικότητα και να ξυπνήσει μέσα της τα ανθρώπινα συναισθήματα, βασικά την αγάπη. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η αποστολή αυτή ακούγεται γνώριμη: σε έναν κόσμο που έχει πνιγεί στον ναρκισσισμό και στον ωφελιμισμό, τι πιο δύσκολο από το συναίσθημα; Διαφημιστική αφίσα του «Alphaville» (Movie Poster Image Art/Getty Images) Ο συναισθηματισμός της ταινίας μοιάζει ξένος για τα δεδομένα του Γκοντάρ, αλλά στη συγκεκριμένη ταινία δείχνει πολύ φυσικός και αβίαστος. Φυσικό μάς φαίνεται και το ντεκόρ της ταινίας: τσιμέντο, γυαλί, φωτισμένες λεωφόροι, τεράστια και απρόσωπα κτίρια· ο κόσμος μας.

Οι συμβολισμοί του Γκοντάρ και ο τρόπος που γύρισε την ταινία επηρέασε ολόκληρο το κινηματογραφικό σύμπαν της επιστημονικής φαντασίας, από το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ έως το «Μέχρι το Τέλος του Κόσμου» του Βιομ Βέντερς και το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Οσο για τον υπερυπολογιστή που ελέγχει την Alphaville, μοιάζει πολύ με τον Χαλ, τον υπολογιστή στην ταινία «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος». Στην πραγματικότητα, ο Alpha 60 του Γκοντάρ δεν ήταν παρά ένας μικρός ανεμιστήρας που φωτίστηκε από χαμηλά.

Για τη μηχανική φωνή του ο σκηνοθέτης επιστράτευσε έναν βετεράνο του οποίου οι φωνητικές χορδές είχαν πάθει ζημιά στον πόλεμο. Το αποτέλεσμα αυτών των φαινομενικά απλοϊκών τεχνικών είναι υπνωτιστικό για τον θεατή, επισημαίνει ο Μπιλτζ Εμπίρι στο Vulture. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας του Γκοντάρ η Νατάσα πασχίζει να αρθρώσει τη φράση «σ’ αγαπώ». Το φιλμ τελειώνει και δεν θα μάθουμε ποτέ αν κατάφερε να το νιώσει. Δεν θα μάθουμε ποτέ ούτε αν η προσπάθεια του Κοσιόν να την κάνει να τον αγαπήσει είχε τελικά σχέση με εκείνη ή με τον ίδιο ή, ακόμη περισσότερο, με τον Γκοντάρ. Δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, το 1967, ο Γκοντάρ χώρισε από την Αννα Καρίνα, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του και επί χρόνια μούσα του.

Όπως έγραψε ο Ρίτσαρντ Μπρόντι στο βιβλίο του «Ολα Είναι Κινηματογράφος: Η Επαγγελματική Ζωή του Ζαν Λικ Γκοντάρ», «το “Alphaville” ήταν, με πολλούς τρόπους, η τελευταία ταινία του Γκοντάρ, χωρίς να είναι το τελευταίο του φιλμ». Το «Alphaville», φτιαγμένο πριν από 60 χρόνια, οραματίστηκε τον κόσμο του σήμερα και δεν έπεσε πολύ έξω. Παραμένει πολύ επίκαρο, τόσο θεματικά όσο και κινηματογραφικά. Και ίσως τελικά αυτό οφείλεται στο ότι, εκτός από προφητικό, ήταν και ιδιαίτερα ποιητικό.

https://odysee.com/Alphaville-(1965):f?fbclid=IwAR3wdCV3bWRODhaKN_VMLQ6lCWeIULirp_P_8zaCv_cTMlUy2rZqZWsfAeU

Protagon.gr

Pin It on Pinterest

Share This